γκλαβανή

γκλαβανή
και κλαβανή και κλιβανή, η
1. οπαίο τής στέγης που κλείνει με κινητή πλάκα ή σανίδα και χρησιμεύει για φωτισμό, αερισμό ή έξοδο στο δώμα
2. καταπακτή τού ισόγειου πατώματος που βρίσκεται πάνω από σκάλα και χρησιμεύει για την κάθοδο στο υπόγειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (σλαβ.) glava «κεφάλι». Κατ' άλλους < (σλαβ.) klavanie «κρύπτη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γκλαβανή — η πόρτα στο πάτωμα ή στο ταβάνι, η καταπακτή: Η γκλαβανή ήταν ανοιχτή και κατά λάθος έπεσα μέσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Aussprache des Neugriechischen — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …   Deutsch Wikipedia

  • Neugriechische Phonologie — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …   Deutsch Wikipedia

  • επιρρακτός — ἐπιρρακτός, ή, όν (Α) [επιρρήγνυμι] 1. αυτός που πέφτει με δύναμη κάπου 2. (για πόρτα) αυτή που κλείνει από πάνω προς τα κάτω, καταπακτή, γκλαβανή 3. (για ποτό) αυτό που κατεβαίνει ορμητικά στον φάρυγγα …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • κάθετος — η, ο, θηλ. και ος (Α κάθετος ον) [καθίημι] 1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης 2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή») 3 …   Dictionary of Greek

  • καθέκτης — ο (Μ καθέκτης) 1. καταπακτή, οριζόντια πόρτα πάνω σε δάπεδο, η οποία εμποδίζει την κάθοδο σε υπόγειο, γκλαβανή 2. ναυτ. χαμηλό υπόστεγο που βρίσκεται πάνω από κάθε σκάλα καθόδου από το κατάστρωμα πλοίου προς το κύτος του, για να προστατεύει από… …   Dictionary of Greek

  • καταπακτή — και καταπαχτή, η (Α καταπακτή) νεοελλ. 1. οριζόντια θύρα στο δάπεδο η οποία οδηγεί στο υπόγειο, κν. γκλαβανή 2. ναυτ. η κάθοδος τού πλοίου, κν. μπουκαπόρτα αρχ. (ως επίθ. μόνο στη φρ.) «καταπακτὴ θύρα» η καταπακτή, η οριζόντια θύρα που οδηγεί στο …   Dictionary of Greek

  • κλαβανή — η βλ. γκλαβανή …   Dictionary of Greek

  • κλιβανή — η βλ. γκλαβανή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”